Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Για πάντα...

Μια στιγμή μπορεί ν' αλλάξει τα πάντα...
...εκτός από τις αναμνήσεις μας!
"Βιάσου! Ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει! Πρέπει ν' ανεβάσουμε το στρώμα πριν νυχτώσει...".

Η φωνή του Ιάσονα ξεχείλιζε αποφασιστικότητα. Το ήξερε καλά πως δεν είχαν πολύ χρόνο μπροστά τους για να μεταφέρουν το στρώμα στο διαμέρισμα.


Η Αριάδνη σήκωσε το στρώμα και το έσυρε έξω από το πορτ-μπαγκάζ. Ο Ιάσονας το έπιασε από την άλλη πλευρά και ξεκίνησαν να προχωρούν στο δρόμο...



*  

Ήταν μαζί εδώ και τρία χρόνια και είχαν αποφασίσει πως ήταν πια καιρός να προχωρήσουν τη σχέση τους στο επόμενο επίπεδο.

Θα έμεναν μαζί.

Ήδη είχαν τοποθετήσει τα περισσότερα έπιπλα, είχαν συνδέσει ηλεκτρικό και νερό και το στρώμα ήταν μια από τις τελευταίες λεπτομέρειες που απέμεναν γα να ξεκινήσουν την κοινή τους ζωή...

Αφού διέσχισαν τη μεγάλη λεωφόρο που βρισκόταν σχεδόν δίπλα στο σπίτι τους, δεν άργησαν να φτάσουν μπροστά στη μεγάλη σιδερένια πόρτα της εισόδου της πολυκατοικίας. Άνοιξαν και πολύ σύντομα βρίσκονταν μέσα στο διαμέρισμα.

Τοποθέτησαν το στρώμα, κάθισαν στο κρεβάτι και κοίταξαν ο ένας τον άλλον στα μάτια.

"Είσαι τόσο όμορφη", είπε ο Ιάσονας και της χάιδεψε τα μαλλιά. 

Η Αριάδνη χώθηκε στην αγκαλιά του και απάντησε χρησιμοποιώντας μόλις μια λέξη...

"Σ' αγαπώ!".

*

Οι μέρες περνούσαν γρήγορα.

Η συγκατοίκηση είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς.

Κι όπως συμβαίνει πάντα στην κορύφωση μιας σχέσης, είχαν να θυμούνται μόνο όμορφες στιγμές. Πολλές απ' αυτές ταυτισμένες με το σπίτι τους, αυτό το σπίτι που με τόση αγάπη είχαν φτιάξει.

Και πάντα μ' εκείνο το στρώμα που πριν μερικούς μήνες είχαν κουβαλήσει...

Εκείνο το, φαινομενικά άψυχο, στρώμα έμοιαζε να έχει ξεχωριστό ρόλο στη ζωή τους.

Πόσα όνειρα δεν είχαν κάνει αγκαλιασμένοι πάνω του, πόσες μοναδικά ερωτικές νύχτες δεν είχαν περάσει, πόσες φορές γυρνώντας ξεθεωμένοι απ' τη δουλειά δεν είχαν σωριαστεί σε αυτό...

Κι εκείνο ποτέ δεν τους χάλαγε χατήρι. 

Θαρρείς κι είχαν γίνει ένα οι τρεις τους.

Όλα ήταν υπέροχα!

Μέχρι την ημέρα που έμελλε ν' αλλάξει τις ζωές τους για πάντα...

*

"Επιθετικής μορφής καρκίνος. Έχει δεν έχει δυο μήνες ζωής μπροστά της".

Τα λόγια του γιατρού, μαχαιριά στην καρδιά του Ιάσονα...

Μεμιάς ένιωσε όλα γύρω του να γκρεμίζονται.

Συζήτησαν μερόνυχτα ολάκερα με την Αριάδνη για το πως να το αντιμετωπίσουν.

Κι ήταν εκείνη που τελικά τον έπεισε, πως δεν επιθυμούσε να υποστεί το μαρτύριο μιας θεραπείας, που δε θα είχε κανένα απολύτως νόημα.

Αποφάσισαν να μείνει στο σπίτι τους για όσο διάστημα της απέμενε.

Ο Ιάσονας πήρε άδεια από τη δουλειά του, για να είναι συνέχεια δίπλα της.

Η Αριάδνη μόνιμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, στο ίδιο πάντα στρώμα επάνω, που λες και προσπαθούσε  ν' απαλύνει τον πόνο της...

Μερικές εβδομάδες μετά, η κατάσταση της είχε επιδεινωθεί δραματικά...

Ο Ιάσονας πάντα εκεί, να της φέρνει ό,τι χρειαζόταν και να της κρατά το χέρι.


* 

Εκείνο το βράδυ ένιωθε μέσα του πως κάτι θα συνέβαινε.

Η αναπνοή της Αριάδνης ήταν πιο αδύναμη απ' ότι συνήθως.

Την πήρε στην αγκαλιά του και, κλαίγοντας, κατάφερε να ψελλίσει...

"Μη μου φύγεις...".

Άξαφνα, ένιωσε λες και το στρώμα είχε γίνει πιο σκληρό, πιο αφιλόξενο.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η Αριάδνη ανάσανε βαθιά για μια τελευταία φορά κι ύστερα ξεψύχησε στα χέρια του...

Έμεινε για ώρα να την κρατά, με το σώμα του να τρέμει απ' τους σπασμούς που οι λυγμοί του προκαλούσαν...

*

Οι επόμενες μέρες πέρασαν βουβά.

Κι όταν μετά την κηδεία είχε γυρίσει στο -αλήθεια πόσο άδειο του φαινόταν πλέον χωρίς εκείνη- σπίτι και είχε προς την κρεβατοκάμαρα κατευθυνθεί, το βλέμμα του είχε πέσει αμέσως σ' εκείνο το στρώμα.

Η πλευρά της, ξεκάθαρα το είδε, είχε πάρει το σχήμα του κορμιού της...

Ναι, ήταν σίγουρος πως ήταν αλήθεια κι όχι κάποιο άσχημο παιχνίδι που του έπαιζε το μυαλό του.

Και τότε το αποφάσισε...

Ό,τι και να γινόταν, όσα χρόνια κι αν περνούσαν, αυτό το στρώμα ποτέ δε θα το πετούσε...

Σκέφτηκα να συνοδεύσω το παραπάνω διήγημα μ' ένα τραγούδι, 
που το βρίσκω, στ' αλήθεια, τόσο ταιριαστό με την ιστορία που περιγράφεται...

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Ένα κομμάτι από μένα...

Ένα απρόβλεπτο καλοκαιρινό διήγημα, για έναν ξεχασμένο (;) έρωτα 
...με σκηνικό την πανέμορφη Αμοργό...
Άρχισε με αργές βαριεστημένες κινήσεις να τακτοποιεί το δωμάτιο. Μπροστά του ένα σωρό πράγματα που έπρεπε να μπουν στη θέση τους.  Ανέβαλε εδώ και μέρες αυτή τη δουλειά, όμως πλέον είχε έρθει η στιγμή που έπρεπε να την κάνει. Ήταν μια μέρα που προμηνυόταν βαρετή.

Αλλά, ξαφνικά, καθώς μάζευε κάτι χαρτιά από το πάτωμα, την είδε!

Ήταν εκείνη η πέτρα σε σχήμα καρδιάς που είχαν βρεί πριν μερικά καλοκαίρια στην Αμοργό.

Την έπιασε και την κράτησε σφιχτά μέσα στις παλάμες του, κλείνοντας για λίγο τα μάτια. Είχε την ίδια αγριάδα, όπως και τότε. Τα μικρά λακάκια επάνω της, έκαναν ακόμα πιο έντονη την τραχιά αίσθηση πάνω στο δέρμα του, καθώς τη χάιδευε απαλά με τα δάχτυλά του.


*

Ήταν το πρώτο καλοκαίρι, τότε που γνωρίστηκαν στο πανέμορφο αυτό νησί των Κυκλάδων. Σε μια καλά κρυμμένη από τα μάτια του πολύ κόσμου παραλία την ανακάλυψαν. Βρισκόταν ακριβώς στο σημείο που η θάλασσα έσμιγε με τη στεριά - το κύμα την έγλειφε, τη στριφογύριζε, έπαιζε μαζί της, σέρνοντάς την άλλοτε με ρόχθο και άλλοτε γλυκά, σιωπηλά πάνω στα αμμοχάλικα.

Τους είχε κάνει εντύπωση το σχήμα της.

Άκου πέτρα - καρδιά!

Αποφάσισαν να την κρατήσουν, θεωρώντας σημαδιακό πως στο πρώτο τους κοινό καλοκαίρι τους είχε τύχει κάτι τέτοιο.

Χωρίς να το πολυσκεφτούν την είχαν και οι δυο μαζί κρατήσει στα χέρια τους και είχαν αμέσως μετά φιληθεί με πάθος...

Και τώρα που τα θυμήθηκε όλα αυτά, του φάνηκε σαν να θυμήθηκαν και τα χείλη του ξανά τη γεύση του φιλιού της. Τα έγλειψε αργά, με τα μάτια κλειστά, κι ύστερα, χαμογελώντας ασυναίσθητα, σκέφτηκε πως αν δάγκωνε απαλά την πέτρα, ίσως την ίδια γεύση να είχε.

«Παραλογίζεσαι», μονολόγησε, πασχίζοντας να επανέλθει στην πεζή πραγματικότητα.

Μάταια όμως. Σε λίγο έπιασε τον εαυτό να ταξιδεύει και πάλι νοερά στην Αμοργό και στο ίδιο εκείνο καλοκαίρι.

Σ’ εκείνη την απομακρυσμένη παραλία, που το μόνο που έσπαγε τη απόλυτη σιγή, ήταν ο ήχος του κύματος που έσκαγε στην ακτή.

Θυμήθηκε που αγκαλιασμένοι κοίταζαν τον ορίζοντα, μέχρι εκεί που χανόταν και ένιωθαν λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει για λίγο. Λες και για μια στιγμή ήταν μόνο εκείνοι οι δύο πάνω στη γη!

Είχαν συμφωνήσει, έτσι σαν παιχνίδι, να μυρίσουν την πέτρα, για να δουν τι μυρωδιά θα μπορούσε να έχει ένα άψυχο αντικείμενο.  Πίστευαν πως δεν θα μπορούσε ποτέ μια πέτρα, έστω και σε σχήμα καρδιάς, να είχε την οποιαδήποτε μυρωδιά.

Πόσο είχαν πέσει έξω!

Γιατί η φαινομένικα ψυχρή πέτρα, αποδείχτηκε πως είχε ένα πολύ ξεχωριστό άρωμα.

Ανάβλυζε μια έντονη μυρωδιά αρμύρας, που όμως κάθε άλλο παρά ενοχλητική ήταν. Σαν το νερό και τ’ αλάτι, που όλα αυτά τα χρόνια την είχαν ποτίσει με το άρωμά τους, να είχαν συμφωνήσει να τη μοιραστούν ισόποσα.

«Άραγε να μυρίζει ακόμη έτσι;», αναρωτήθηκε σχεδόν φωναχτά.

Την έφερε κάτω από τη μύτη του.

Και ένιωσε το ίδιο όπως και τότε!

Η ίδια εκείνη η μυρωδιά της αρμύρας, ήταν ακόμα ποτισμένη επάνω στην πετρούλα.

Του φάνηκε πραγματικά απίστευτο, πως, μετά από τόσο καιρό, ήταν ακόμα σα να την είχε βρει χθες...

*

Για λίγο δεν τον ενδιέφερε πλέον να συνεχίσει το συμμάζεμα. Ήθελε για μερικά λεπτά να μείνει με τις σκέψεις του, με τις αναμνήσεις του.

Να ξαναφέρει στο νου του τις πρώτες εκείνες στιγμές με τη γυναίκα που έμελλε ν’ αποδειχθεί το άλλο του μισό...

Και τη μικρή αυτή πετρούλα, σε σχήμα καρδιάς, που η απωθητική ρουτίνα της καθημερινότητας, τον είχε κάνει να την ξεχάσει.

Την είχε παραπετάξει σ’ εκείνο το βοηθητικό δωμάτιο του σπιτιού κι ύστερα κι άλλα πράγματα που την είχαν σκεπάσει.

Και κάπως έτσι την είχε λησμονήσει.

Είχε ξεχάσει ακόμη και την ίδια την ύπαρξή της.

Η αλήθεια είναι πως μετά το χωρισμό τους, είχε διαγράψει από τη μνήμη του, οτιδήποτε είχε να κάνει μαζί της.  Τον πόναγε πολύ αυτή η ιστορία, τον πλήγωνε που είχε χάσει την αδελφή ψυχή του...

*

Υπήρχε όμως και μια ακόμα τελευταία ανάμνηση που ξεπήδησε μέσα από το μυαλό του.

Την ίδια πάλι εκείνη μέρα, στην ίδια παραλία.

Είχε φέρει δίπλα στο αυτί του την πέτρα, λες και περίμενε πως κάποιος ήχος θα έβγαινε από μέσα της.

Εκείνη είχε σκύψει από πάνω του και του είχε ψιθυρίσει:

«Σ’ αγαπώ!».

Ασυναίσθητα έφερε ξανά τώρα την πέτρα δίπλα στο αυτί του...

«Σ’ αγαπώ!», τον ίδιο ψίθυρο άκουσε και πάλι...

Γύρισε ξαφνιασμένος.

Την είδε να στέκεται απέναντί του, χαμογελώντας.

Αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι ύστερα κράτησαν για μια φορά ακόμη μαζί την πέτρα.

«Είναι πια ένα κομμάτι από μένα», της είπε.

«Είναι ένα κομμάτι από εμάς», του αποκρίθηκε.

Φιλήθηκαν με πάθος.

"Ανάμεσα στα όνειρα σπαράζει η ζωή μας,
ανάμεσα στα όστρακα παφλάζει η καρδιά μας...".
(Από το τραγούδι "Άγιος ο έρωτας",
Μουσική: Γιώργος Ανδρέου, Στίχοι: Διονύσης Καρατζάς).