Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Ένα κομμάτι από μένα...

Ένα απρόβλεπτο καλοκαιρινό διήγημα, για έναν ξεχασμένο (;) έρωτα 
...με σκηνικό την πανέμορφη Αμοργό...
Άρχισε με αργές βαριεστημένες κινήσεις να τακτοποιεί το δωμάτιο. Μπροστά του ένα σωρό πράγματα που έπρεπε να μπουν στη θέση τους.  Ανέβαλε εδώ και μέρες αυτή τη δουλειά, όμως πλέον είχε έρθει η στιγμή που έπρεπε να την κάνει. Ήταν μια μέρα που προμηνυόταν βαρετή.

Αλλά, ξαφνικά, καθώς μάζευε κάτι χαρτιά από το πάτωμα, την είδε!

Ήταν εκείνη η πέτρα σε σχήμα καρδιάς που είχαν βρεί πριν μερικά καλοκαίρια στην Αμοργό.

Την έπιασε και την κράτησε σφιχτά μέσα στις παλάμες του, κλείνοντας για λίγο τα μάτια. Είχε την ίδια αγριάδα, όπως και τότε. Τα μικρά λακάκια επάνω της, έκαναν ακόμα πιο έντονη την τραχιά αίσθηση πάνω στο δέρμα του, καθώς τη χάιδευε απαλά με τα δάχτυλά του.


*

Ήταν το πρώτο καλοκαίρι, τότε που γνωρίστηκαν στο πανέμορφο αυτό νησί των Κυκλάδων. Σε μια καλά κρυμμένη από τα μάτια του πολύ κόσμου παραλία την ανακάλυψαν. Βρισκόταν ακριβώς στο σημείο που η θάλασσα έσμιγε με τη στεριά - το κύμα την έγλειφε, τη στριφογύριζε, έπαιζε μαζί της, σέρνοντάς την άλλοτε με ρόχθο και άλλοτε γλυκά, σιωπηλά πάνω στα αμμοχάλικα.

Τους είχε κάνει εντύπωση το σχήμα της.

Άκου πέτρα - καρδιά!

Αποφάσισαν να την κρατήσουν, θεωρώντας σημαδιακό πως στο πρώτο τους κοινό καλοκαίρι τους είχε τύχει κάτι τέτοιο.

Χωρίς να το πολυσκεφτούν την είχαν και οι δυο μαζί κρατήσει στα χέρια τους και είχαν αμέσως μετά φιληθεί με πάθος...

Και τώρα που τα θυμήθηκε όλα αυτά, του φάνηκε σαν να θυμήθηκαν και τα χείλη του ξανά τη γεύση του φιλιού της. Τα έγλειψε αργά, με τα μάτια κλειστά, κι ύστερα, χαμογελώντας ασυναίσθητα, σκέφτηκε πως αν δάγκωνε απαλά την πέτρα, ίσως την ίδια γεύση να είχε.

«Παραλογίζεσαι», μονολόγησε, πασχίζοντας να επανέλθει στην πεζή πραγματικότητα.

Μάταια όμως. Σε λίγο έπιασε τον εαυτό να ταξιδεύει και πάλι νοερά στην Αμοργό και στο ίδιο εκείνο καλοκαίρι.

Σ’ εκείνη την απομακρυσμένη παραλία, που το μόνο που έσπαγε τη απόλυτη σιγή, ήταν ο ήχος του κύματος που έσκαγε στην ακτή.

Θυμήθηκε που αγκαλιασμένοι κοίταζαν τον ορίζοντα, μέχρι εκεί που χανόταν και ένιωθαν λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει για λίγο. Λες και για μια στιγμή ήταν μόνο εκείνοι οι δύο πάνω στη γη!

Είχαν συμφωνήσει, έτσι σαν παιχνίδι, να μυρίσουν την πέτρα, για να δουν τι μυρωδιά θα μπορούσε να έχει ένα άψυχο αντικείμενο.  Πίστευαν πως δεν θα μπορούσε ποτέ μια πέτρα, έστω και σε σχήμα καρδιάς, να είχε την οποιαδήποτε μυρωδιά.

Πόσο είχαν πέσει έξω!

Γιατί η φαινομένικα ψυχρή πέτρα, αποδείχτηκε πως είχε ένα πολύ ξεχωριστό άρωμα.

Ανάβλυζε μια έντονη μυρωδιά αρμύρας, που όμως κάθε άλλο παρά ενοχλητική ήταν. Σαν το νερό και τ’ αλάτι, που όλα αυτά τα χρόνια την είχαν ποτίσει με το άρωμά τους, να είχαν συμφωνήσει να τη μοιραστούν ισόποσα.

«Άραγε να μυρίζει ακόμη έτσι;», αναρωτήθηκε σχεδόν φωναχτά.

Την έφερε κάτω από τη μύτη του.

Και ένιωσε το ίδιο όπως και τότε!

Η ίδια εκείνη η μυρωδιά της αρμύρας, ήταν ακόμα ποτισμένη επάνω στην πετρούλα.

Του φάνηκε πραγματικά απίστευτο, πως, μετά από τόσο καιρό, ήταν ακόμα σα να την είχε βρει χθες...

*

Για λίγο δεν τον ενδιέφερε πλέον να συνεχίσει το συμμάζεμα. Ήθελε για μερικά λεπτά να μείνει με τις σκέψεις του, με τις αναμνήσεις του.

Να ξαναφέρει στο νου του τις πρώτες εκείνες στιγμές με τη γυναίκα που έμελλε ν’ αποδειχθεί το άλλο του μισό...

Και τη μικρή αυτή πετρούλα, σε σχήμα καρδιάς, που η απωθητική ρουτίνα της καθημερινότητας, τον είχε κάνει να την ξεχάσει.

Την είχε παραπετάξει σ’ εκείνο το βοηθητικό δωμάτιο του σπιτιού κι ύστερα κι άλλα πράγματα που την είχαν σκεπάσει.

Και κάπως έτσι την είχε λησμονήσει.

Είχε ξεχάσει ακόμη και την ίδια την ύπαρξή της.

Η αλήθεια είναι πως μετά το χωρισμό τους, είχε διαγράψει από τη μνήμη του, οτιδήποτε είχε να κάνει μαζί της.  Τον πόναγε πολύ αυτή η ιστορία, τον πλήγωνε που είχε χάσει την αδελφή ψυχή του...

*

Υπήρχε όμως και μια ακόμα τελευταία ανάμνηση που ξεπήδησε μέσα από το μυαλό του.

Την ίδια πάλι εκείνη μέρα, στην ίδια παραλία.

Είχε φέρει δίπλα στο αυτί του την πέτρα, λες και περίμενε πως κάποιος ήχος θα έβγαινε από μέσα της.

Εκείνη είχε σκύψει από πάνω του και του είχε ψιθυρίσει:

«Σ’ αγαπώ!».

Ασυναίσθητα έφερε ξανά τώρα την πέτρα δίπλα στο αυτί του...

«Σ’ αγαπώ!», τον ίδιο ψίθυρο άκουσε και πάλι...

Γύρισε ξαφνιασμένος.

Την είδε να στέκεται απέναντί του, χαμογελώντας.

Αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι ύστερα κράτησαν για μια φορά ακόμη μαζί την πέτρα.

«Είναι πια ένα κομμάτι από μένα», της είπε.

«Είναι ένα κομμάτι από εμάς», του αποκρίθηκε.

Φιλήθηκαν με πάθος.

"Ανάμεσα στα όνειρα σπαράζει η ζωή μας,
ανάμεσα στα όστρακα παφλάζει η καρδιά μας...".
(Από το τραγούδι "Άγιος ο έρωτας",
Μουσική: Γιώργος Ανδρέου, Στίχοι: Διονύσης Καρατζάς). 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου